- γνέψιμο
- τονεύμα, νόημα, σημείο συνεννοήσεως με το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνέψιμο — το το νεύμα, το νόημα: Δεν είδα το γνέψιμό του και δεν προχώρησα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνέμα — (I) και νέμα, το [γνέθω] το νήμα. (II) το [γνεύω] το γνέψιμο … Dictionary of Greek
γνεφολογώ — ( άω) συνεννοούμαι με γνέψιμο … Dictionary of Greek
γνεφολόγημα — το συνεννόση με γνέψιμο … Dictionary of Greek
γνεψιά — η το γνέψιμο … Dictionary of Greek
διάνεμα — και γιάνεμα, το [διανεύω] 1. νεύμα, γνέψιμο 2. σχήμα ή περίγραμμα αντικειμένου που κινείται 3. φευγαλέα κίνηση, διαβατική μορφή … Dictionary of Greek
νεύμα — το (ΑΜ νεῡμα) σημείο που δίνεται με κίνηση τού κεφαλιού, τών οφθαλμών ή τών χεριών, νόημα, γνέψιμο («καὶ ὁ χριστὸς ἔλεξε δαήμονι νεύματα πέμπων», Νόνν.) νεοελλ. (στη μουσική σημειογραφία) σημείο που τοποθετούσαν πάνω από τις συλλαβές οι οποίες… … Dictionary of Greek
νεύση — η (ΑΜ νεῡσις) [νεύω] νεοελλ. βοτ. περιστροφική ή ελλειψοειδής κίνηση τών κορυφών τών βλαστών, τών ελίκων και άλλων οργάνων τών φυτών νεοελλ. μσν. 1. κλίση τής κεφαλής προς τα εμπρός και κάτω («ταῑς ἀνενδότοις νεύσεσι πρὸς τὸν θεὸν ἐκδημῶν», Μηναί … Dictionary of Greek
νεύσιμον — νεύσιμον, τὸ (Μ) νεύμα, γνέψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ τού νεύω (πρβλ. νεύση) + κατάλ. ιμο (πρβλ. λύσ ιμο)] … Dictionary of Greek
νόημα — το (ΑΜ νόημα, Α ιων. συνηρ. τ. νῶμα) [νοώ] 1. ό,τι σκέπτεται κάποιος, ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το νοούμενο, ο στοχασμός 2. σκοπός, λόγος, πρόθεση, σχέδιο («δεν μπόρεσε κανείς να καταλάβει το νόημα τής επίσκεψής του») 3. η κεντρική ιδέα, η… … Dictionary of Greek